παλαιογράφος

παλαιογράφος
ο, η
επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την παλαιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleographer (< παλαιο-* + -γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Βερναρδάκης — Επώνυμο τριών αδελφών από τη Μυτιλήνη, που ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και τα γράμματα. 1. Αθανάσιος (1844 – 1912). Οικονομολόγος, λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866 70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου …   Dictionary of Greek

  • Ντελίλ, Λεοπόλντ Βικτόρ — (Leopold Victor Delisle, 1826 – 1910). Γάλλος βιβλιογράφος, παλαιογράφος και ιστορικός. Ασχολήθηκε με τη μελέτη των πηλών της γαλλικής ιστορίας –και ιδίως της νορμανδικής– και διeτέλεσε βοηθός στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής βιβλιοθήκης του… …   Dictionary of Greek

  • Ντομπρόφσκι, Τζόζεφ — (Josef Dobrovsky, 1753 – 1829). Τσέχος ιησουίτης και φιλόσοφος. Σπούδασε σε ιησουίτικο κολέγιο και στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και έγινε διευθυντής σε σεμινάριο και μέλος της ρωσικής Ακαδημίας. Διακρίθηκε ως ιστορικός, ερμηνευτής, παλαιογράφος …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — η κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση παλιών χειρογράφων και τον καθορισμό της χρονολογίας σύνταξής τους. Ο επιστήμονας, παλαιογράφος, ο επίθ. παλαιογραφικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”